σκούφος

σκούφος
ο
(λ. ιταλ.), κάλυμμα της κεφαλής από ύφασμα ή πλεκτό: Φοράει το χειμώνα σκούφο, για να μην κρυώνει το κεφάλι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκούφος — ο, Ν 1. εφαρμοστό κάλυμμα τού κεφαλιού, συνήθως πλεχτό ή από μάλλινο ύφασμα, χωρίς γείσο, αλλ. κούκος 2. φρ. «πετάω τον σκούφο μου για κάτι» επιδοκιμάζω κάτι και συμμετέχω σε αυτό με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκούφια* κατά τα αρσ …   Dictionary of Greek

  • Σκούφος, Φιλόθεος — Έλληνας ζωγράφος (Χανιά ; Ζάκυνθος 1685). Μοναχός και ηγούμενος της Μονής Χρυσοπηγής, στα Χανιά, μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645) κατάληξε στη Βενετία, όπου υπηρέτησε ως εφημέριος του Άγιου Γεώργιου των Ελλήνων (1655… …   Dictionary of Greek

  • Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… …   Dictionary of Greek

  • Michel Lassithiotakis — (* 1955) (griechisch Μιχαήλ Λασιθιοτάκης) ist ein französischer Neogräzist und Professor für Neugriechische Sprache und Literatur an der Universität Genf. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte 3 Schriften …   Deutsch Wikipedia

  • κούκα — η (Μ κούκα) είδος καλύμματος τού κεφαλιού, κούκος, σκούφος νεοελλ. 1. το κεφάλι 2. ο νους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. καύκαλο, καυκί. Ο τ. με σημ. «σκούφος» πιθ. < κουκούλα» < cuculla] …   Dictionary of Greek

  • σκουφάκι — το, Ν [σκούφος] 1. μικρός σκούφος 2. μικρό σκουφί για παιδιά, η σκούφια …   Dictionary of Greek

  • σκουφί — το, Ν [σκούφος / σκούφια] 1. μικρός σκούφος 2. η σκούφια …   Dictionary of Greek

  • σκούφια — η, Ν 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, σκούφος 2. ειδικός σκούφος για βρέφη 3. λοφίο από φτερά που υπάρχει στο κεφάλι μερικών πτηνών 4. φρ. α) «βγάλε την σκούφια σου και χτύπα με» λέγεται για εκείνους που ονειδίζουν τις πράξεις άλλων, στις οποίες όμως και …   Dictionary of Greek

  • φέσι — το (λ. τουρκ.) 1. μάλλινος σκούφος χωρίς γύρο, συνήθως κόκκινος, με ή χωρίς φούντα, που τον φορούν οι ανατολίτες μουσουλμάνοι. 2. όμοιος σκούφος των Ελλήνων ευζώνων. 3. μτφ., ο πολύ μεθυσμένος: Έγιναν φέσι απ την πολλή ρετσίνα. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”